- γητειά
- και γητειά και γητιά και γηθειά και γηθιά, η και γήτεμα, το [γητεύω]1. μαγική επωδή, ξόρκι2. τα μάγια, τα αντικείμενα που χρησιμοποιούνται για τα ξόρκια3. θέλγητρο, γοητεία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γητειά — η μαγική ενέργεια, ξόρκι, πρόκληση ή αποτροπή κακού με μαγικά μέσα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γήτεια — γήτειον horn onion neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γήτει' — γήτεια , γήτειον horn onion neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γήτεμα — το βλ. γητειά … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Μουσική — ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Είναι γνωστό ότι η καταγωγική περιοχή της αρχαίας ελληνικής ποίησης βρίσκεται στις θρησκευτικές τελετουργίες. Ωστόσο, το κύριο σώμα της λυρικής ποίησης χαρακτηρίζεται από έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα την εποχή κατά την οποία… … Dictionary of Greek
γοητεία — η 1. ηιδιότητα του γόη, η σαγήνη: Ορισμένοι ηθοποιοί ασκούν ακαταμάχητη γοητεία στις γυναίκες. 2. μάγεμα, γητειά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
επωδή — η ξόρκι, γητειά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)